Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

Η λευκή ξυλομπογιά


Μια φορά και έναν καιρό στο νησί του Ουράνιου Τόξου ζούσε μια λευκή ξυλομπογιά μαζί με τις αδελφές της. Μένανε μέσα στην κασετίνα ενός μικρού παιδιού. Κάθε μέρα το παιδί ζωγράφιζε πολύχρωμα τοπία, λουλούδια, δέντρα, πουλιά. Χρησιμοποιούσε όλα τα χρώματα, εκτός από το άσπρο. Μόλις άνοιγε την κασετίνα, η λευκή ξυλομπογιά τέντωνε το κορμί της και στεκόταν μπροστά από όλες τις αδελφές της. Το παιδί όμως, σπρώχνοντας την, έπαιρνε άλλοτε την κόκκινη κι άλλοτε τη γαλάζια. Μάταια πάσχιζε η λευκή να μπει στη ζωγραφιά. Ώσπου απογοητευμένη μια νύχτα αποφάσισε να δραπετεύσει.


Πήδησε πάνω από το τραπέζι, μετά στην καρέκλα, μετά στο πάτωμα. Πήγε στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί ζούσανε οι νερομπογιές. Εξήγησε την κατάσταση και φώναξε όλες τις λευκές να την ακολουθήσουν. Έτσι κι έγινε. Βγήκαν στο δρόμο κι άρχισαν να τρέχουν. Πέρασαν από τα χρωματοπωλεία και πήραν όλα τα άσπρα χρώματα. Μπήκαν στα σούπερ-μάρκετ και φώναξαν όλα τα λευκά προϊόντα... Και για να μην σας τα πολυλογώ, εκείνο το βράδυ έφυγε από το νησί του Ουράνιου Τόξου όλο το άσπρο χρώμα, μα όλο, διότι, όπως πίστευε η μικρή ξυλομπογιά ήταν εντελώς άχρηστο.


Όμως τί κακό μεγάλο έγινε την άλλη μέρα! Έπιασε μια τρομερή κακοκαιρία. Η θάλασσα φουρτούνιασε, τα κύματα έσπαζαν στους βράχους, αλλά τί περίεργο, οι αφροί ήτανε μωβ! Σε λίγο άρχισε να χιονίζει κιόλας. Μα τί παράξενο! Το χιόνι ήταν κατακόκκινο και τα παιδιά δεν μπορούσαν να παίξουν χιονοπόλεμο. Κι ακόμη από εκείνη τη μέρα το γιαούρτι στα σούπερ-μάρκετ έγινε ροζ, το τυρί καφέ και το γάλα πορτοκαλί. Το πιο παράξενο ήταν τα μαλλιά των παππούδων: έγιναν καταπράσινα, κι οι καημένοι ήταν πολύ αστείοι. Όποιος τους έβλεπε γελούσε. Κανείς όμως δεν γελούσε με ανοιχτό στόμα, διότι όλα τα δόντια είχαν γίνει φούξια!


Φρίκη! Φρίκη, σας λέω. Οι ζωγράφοι δεν ήξεραν τί να κάνουν. Οι επιστήμονες προσπαθούσαν να εξηγήσουν το φαινόμενο. Τα παιδιά σταμάτησαν το σχολείο, γιατί όλα τα χαρτιά έγιναν μαύρα. Και γενικά τίποτα δεν πήγαινε καλά στο νησί του Ουράνιου Τόξου. Ώσπου μια μέρα τα παιδιά του νησιού αποφάσισαν να βρουν πάλι το λευκό χρώμα. Έψαξαν. Τίποτε. Ξαφνικά άκουσαν ένα λυπητερό τραγούδι:


Αχ, αλίμονο, θα πεθάνω.
Κανείς δεν θέλει να τον λευκάνω.
Είμαι το πιο άχρηστο χρώμα
και σίγουρα θα με φάει το χώμα.


Τα παιδιά έτρεξαν προς τη σπηλιά. Από εκεί ακουγόταν το μοιρολόι. Αντίκρισαν τότε τη μικρή ξυλομπογιά. Την πήραν στα χέρια τους και είπαν με λαχτάρα:
_Πού ήσουν, λοιπό, τόσο καιρό;
Έφυγες και γίναμε όλοι τόσο δυστυχισμένοι. Δίχως εσένα δεν μπορούμε να ζήσουμε. Τα πάντα έχουν αποσυντονιστεί. Το νησί μας έγινε άσχημο. Πού είσαι λοιπόν; Έλα μαζί μας. Γύρνα κοντά μας, λευκό χρώμα. Σε χρειαζόμαστε.


Η μικρή ξυλομπογιά τα’ χε χαμένα. Άκουγε καλά; Κι αυτή που νόμιζε ότι ήταν άχρηστη... Για να μην σας τα πολυλογώ, φίλοι μου, γύρισε πίσω η ξυλομπογιά και μαζί της όλο το άσπρο χρώμα. Η ζωή στο νησί βρήκε το κανονικό της χρώμα. Και όλοι κατάλαβαν από τότε πώς σ’ αυτή τη γη όλοι είναι χρήσιμοι. Κι ο πιο μικρός, κι ο πιο αδύναμος, να θέλει, μπορεί να προσφέρει τόσα πολλά. Μην το ξεχνάτε!



Υ.Γ. Έφτιαχνα κάποια έγγραφα στη βιβλιοθήκη μου και έπεσε στα χέρια μου ένα μηνιαίο περιοδικό που λαμβάνουμε τα τελευταία χρόνια. Το ξεφύλλισα και διάβασα την ιστορία. Μου άρεσε και την ανάρτησα. Τόσο απλά! :)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου