Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

«Ο δικός μου Μπέντζαμην Μπάτον»



Είδα σήμερα την ταινία για πρώτη φορά. Ήθελα να τη δω. Είμαι γεμάτη συναισθήματα και σκέψεις…

Ως ιστορία η ταινία είναι πρωτότυπη. Το κλασσικό σενάριο αγάπης υπάρχει, αλλά είναι αυτό το κάτι διαφορετικό που την κάνει να την δεις με άλλη ματιά. Βλέποντας της, έκανα τους δικούς μου συνειρμούς και σκέψεις σχετικά με τη δική μου κατάσταση προσαρμόζοντας την ταινία, το σενάριο και όλη αυτήν την ιδέα σε εμένα. Τι θέλω να πώ; Θα προσπαθήσω να μιλήσω χωρίς υπονοούμενα αυτή τη φορά.

Όσοι έχετε δει την ταινία θα ξέρετε και την ιστορία. Για όσους όμως δεν την έχουν δει θα πρέπει να εξιστορήσω μερικά πράγματα.
Πώς είναι λοιπόν να γεννιέσαι εμφανισιακά ηλικιωμένος με πραγματικό όμως μέγεθος μωρού (εξάλλου και ο ηλικιωμένος αρχίζει να «μαζεύει»), ενώ να σκέφτεσαι όπως ένα μωρό, ένα παιδί και ένας έφηβος αργότερα; Δεν θα ξεχάσω τη σκηνή από την ταινία που ο Μπραντ δήλωνε την περιέργειά του για το άγνωστο, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η απέναντι γωνία. Το άγνωστο που κάθε παιδί έχει περιέργεια να εξερευνήσει, αλλά όπως και τα παιδιά έτσι και σε αυτόν απαγορευόταν να φύγει από την επίβλεψη των μεγαλύτερων.
Πώς είναι να μεγαλώνεις ζώντας και βλέποντας την τελευταία ηλικία ενός φυσιολογικού ανθρώπου, όπου το μόνο που του έχει απομείνει είναι να κάνει την αυτοκριτική του για ότι έχει ζήσει μέχρι τώρα, στηριζόμενος και ξαναζώντας μέσα από τις αναμνήσεις; Μετανιώνοντας πολλές φορές και διαπιστώνοντας πώς αν είχε μια δεύτερη ευκαιρία να γυρίσει το χρόνο πίσω θα διόρθωνε τα λάθη του. Να ζει ξέροντας πως ο θάνατος πλησιάζει. Εξάλλου είναι το μόνο πράγμα που του έχει απομείνει να κάνει. Το μόνο ίσως που τον ενδιαφέρει είναι η αλλαγές του καιρού και η θερμοκρασία του νερού στο μπάνιο του.
Όλα αυτά εκτυλίσσονται μέσα σε ένα γηροκομείο. Τυχαίο άραγε; Πρωταγωνίστρια η πονόψυχη και καλόκαρδη ανάδοχη μητέρα του Μπέντζαμην. Και εκεί αρχίζει ο δικός μου ρόλος. Θέλετε ο χώρος του γηροκομείου με τις αίθουσες καθιστικού, την αίθουσα με το πιάνο, το ξύλινο μπαλκόνι με τις απλωτές καρέκλες; Ακόμα και η ξύλινη σκάλα που οδηγεί στα υπνοδωμάτια και η μπανιέρα σε ευρύχωρο χώρο. Τα διαφορετικά δωμάτια και τα κρεβάτια των προσωρινών ενοίκων και ακόμα τόσα άλλα. Ένας κλασσικός και όμορφος χώρος γηροκομείου λοιπόν. Το ξέρετε ότι όταν ήμουν ακόμα στο δεύτερο εξάμηνο της σχολής μου (την νοσηλευτική), είχα εργαστεί για λίγες μέρες σε ένα γηροκομείο; Φαντάζεστε λοιπόν ότι αυτή η καθημερινή ρουτίνα που ήθελε να προσδιορίσει το σενάριο την είχα ζήσει από πρώτο χέρι; Όλοι αυτοί οι χώροι, οι ώρες του φαγητού, οι βόλτες ή ακόμα και αυτές οι επαναλαμβανόμενες συζητήσεις των ηλικιωμένων μου έφερναν έντονα στο μυαλό τα δικά μου αντίστοιχα βιώματα; Ακόμα και αν αναλογιστώ ότι το τελευταίο θεωρητικό εξάμηνο στη σχολή μου, το οποίο τελείωσε και πρόσφατα ήταν ο τομέας της γεροντολογικής; Επίσης, όταν έχεις ένα δικό σου άτομο μέσα στην οικογένεια σε αυτήν την ηλικία. Όλα αυτά λοιπόν δεν είναι και λίγα, τουλάχιστον για ’μένα. Δεν ήθελα και πολύ όπως καταλαβαίνετε να μπω και εγώ με το δικό μου τρόπο στην ταινία.
Το σπίτι όπως βλέπουμε και στην ταινία είναι η αφετηρία μας. Το κομβικό μας σημείο. Μπορεί να φεύγουμε μακριά για χρόνια, αλλά πάντα επιστρέφουμε ξανά λίγο πριν το τέλος. Και αυτό το αναφέρω και για την ταινία, αλλά και γενικότερα ως μία έννοια ευρύτερη για τη ζωή μας. Δηλαδή ότι και να κάνουμε, ότι και να ζήσουμε, όλα όσα έχουμε καταφέρει ή όχι στη ζωή μας, ποτέ δεν παύουμε να ξεχνάμε την αφετηρία μας και κάποια μέρα επιστρέφουμε σε αυτήν. Έτσι και για την ιστορία, ο Μπέντζαμην γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του στο σπίτι όπου τον κράτησαν. Το σπίτι όπου μεγάλωσε ή μίκρυνε, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το σπίτι όπου έμαθε να παίζει πιάνο, έμαθε πριν ακόμα μεγαλώσει τις σοφίες της ζωής από τους «συνομηλίκους» του. Το σπίτι όπου ήταν το καταφύγιό του. Σε αυτό το σπίτι λοιπόν επέστρεψε τελικά αφού το ήθελε η «μοίρα» για να πεθάνει και αυτός με τη σειρά του στην αγκαλιά της αγαπημένης του Νταίζη.
Πόσους θανάτους αγαπημένων προσώπων συναντά κανείς σε τέτοια μέρη; Είναι αναπόσπαστο κομμάτι «της δουλειάς». Και καθένας που φεύγει δίνει τη θέση του σε άλλον. Και αυτός ο άλλος έχει να σου διηγηθεί τη δική του ιστορία και τα δικά του λάθη, τις δικές του σοφίες και τα δικά του ταξίδια μέχρι να έρθει και η δική του σειρά και πάει λέγοντας. Έτσι είναι η ζωή. Εκεί μπορείς να το συνειδητοποιείς. Εκεί μπορείς να το νιώσεις, να το βιώσεις. Θυμάμαι όταν σε ένα εξάμηνο είχαμε πάει στην εντατική. Το πρωί λοιπόν καλημερίσαμε μια κυρία, η οποία αν και διασωληνομένη είχε τις αισθήσεις της. Φαινόταν αρκετά καλά. Όταν το μεσημέρι πήγαμε να φύγουμε και ξαναπεράσαμε από την κυρία, είδαμε ότι μόλις μας είχε αφήσει.


Περίεργη η ζωή μερικές φορές. Πολλές φορές δεν μπορούμε να καταλάβουμε γιατί συμβαίνουν κάποια πράγματα. Αν όμως τα καταλαβαίναμε και όλα δεν θα ήμασταν άνθρωποι, σωστά; Στη ζωή αυτό που έχει σημασία είναι το «ταξίδι». Αυτό που σε καθορίζει ως άνθρωπο, ως χαρακτήρα, ως ψυχοσύνθεση γενικότερα. Στην ταινία ανακαλύπτεις ότι τίποτα δεν μένει για πάντα το ίδιο. Όλα αλλάζουν με τα χρόνια ή μπορεί να αλλάξουν από ένα απρόσμενο γεγονός. Αργά ή γρήγορα κάποτε όλα αλλάζουν.
Όταν λοιπόν ταξιδεύεις με κάποιον άλλον την κατάλληλη στιγμή, αυτό μπορεί να ονομαστεί ευτυχία. Όμως και αυτό δεν μπορεί -εκ φύσεως- να είναι παντοτινό. Όλα πρέπει να έρχονται στην ώρα τους και να τελειώνουν στην ώρα τους. Είναι ευτυχής όποιος θα το επιτύχει αυτό.
Η ιστορία λοιπόν τελειώνει με τον Μπέντζαμην να γίνεται ολοένα και νεότερος μα ταυτόχρονα να έχει τις ιδιότητες ενός ηλικιωμένου. Λίγο περίεργο δεν συμφωνείτε; Να μην θυμάται κάποιος λόγω γεροντικής άνοιας ή λόγω ηλικίας (παιδική-νηπιακή-βρεφική φαινομενικά) και όλα αυτά ενώ τα χρόνια να μετρούν αντίστοφα.

Πολλά τα νοήματα αν καθίσεις και σκεφτείς για τη ζωή. Εγώ έκανα τις δικές μου σκέψεις με τους δικούς μου συνειρμούς και τα δικά μου βιώματα. Μελαγχόλησα, ειδικά με τη βροχή τόσο στην ταινία όσο και τη σημερινή για 3η μέρα συνεχόμενα μες το καλοκαίρι, δάκρυσα, ταξίδεψα, πέταξα, αναθεώρησα, εκτίμησα, αγάπησα, έγινα καλύτερη νοσηλεύτρια (δεν ξέρω αν θα το καταλάβετε το τελευταίο).
Η ταινία ήταν η αφορμή. Ίσως να «μεγάλωσα» και εγώ λίγο. Ίσως να έγινα λίγο πιο ώριμη ή λίγο πιο σοφή. Ότι και να μου «έβγαλε» πάντως η ταινία ή ότι και αν με έκανε να σκεφτώ, χάρηκα που μπόρεσα να τη δω αυτήν τη δεδομένη χρονική στιγμή και όχι νωρίτερα. Ίσως τότε δεν θα μπορούσα να την νιώσω όπως τώρα. Είδατε; Αυτό σημαίνει πως την είδα τη στιγμή που έπρεπε να τη δω. Δεν χρειάζεται να βιάζεσαι για πράγματα που θα ερ8ουν στη ζωή σου. Συνέχισε και όλα θα έρθουν στην ώρα τους. Και κάτι που λέω καμιά φορά στον εαυτό μου:

«Για να μην το έχω ζήσει σημαίνει πως δεν έχει έρθει η ώρα ακόμα για να το ζήσω».

Δεν το καταλαβαίνω ούτε εγώ μερικές φορές, αλλά όταν τελικά συμβαίνει συνειδητοποιώ πως καλά έκανα και περίμενα χωρίς να βι-άζω τα πράγματα. Όλα στην ώρα τους. Μην βιάζεστε να τα κάνετε όλα στη ζωή σας αμέσως. Απολαύστε το ταξίδι, μάθετε από αυτό και ότι είναι να έρθει, θα έρθει.

Καλό σας απόγευμα,
Μαρία

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009

20+2 χρόνια πριν...



Τα τελευταία βράδια είναι πιο δροσερά και πιο καλοκαιρινά. Τέτοια εποχή κάθε χρόνο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήμουν πάντα στη θάλασσα για διακοπές και για μπάνια. Με το πέρας των εξετάσεων φεύγαμε με τη μητέρα μου και τα αδέρφια μου την επόμενη κιόλας ημέρα.

Πηγαίναμε για μπάνιο κάθε μέρα. Όταν ήμασταν πιο μικροί εγώ και τα αδέρφια μου πηγαίναμε με τη μητέρα μας από το πρωί στην παραλία και καθόμασταν όλη την ημέρα. Γυρίζαμε αργά το απόγευμα και μετά αφού αλλάζαμε ρούχα κατευθείαν στην πλατεία για παιχνίδι. Αθώες εποχές γεμάτες αναμνήσεις… Πέρασαν τα χρόνια και συνεχίζαμε να πηγαίνουμε για μπάνιο κάθε μέρα πρωί και απόγευμα πλέον, δεν μέναμε στη παραλία το μεσημέρι και πάντα το βράδυ στην πλατεία. Η ζωή κυλούσε στον ίδιο ρυθμό κάθε ημέρα.

Ο καιρός πέρασε και εκείνα τα παιδιά μεγάλωσαν. Το κορίτσι ενηλικιώθηκε και τα αδέρφια της μεγάλωσαν και αυτά. Σταμάτησαν να πηγαίνουν στη θάλασσα καθημερινά για μπάνιο. Σταμάτησαν να συχνάζουν στην πλατεία. Ο καθένας τους πια είχε άλλες προτιμήσεις. Όλοι τους όμως είχαν βαρεθεί εκείνη την εποχή. Και η αλήθεια είναι πως δεν ήταν και λίγα τα χρόνια που ξόδεψαν σε αυτή. 20 ολόκληρα καλοκαίρια μετρούσε το κορίτσι και συλλογιζόταν πώς πέρασαν, τι έζησε, τι έμαθε και πως ωρίμασε μέσα από αυτά. Και όμως, εκείνα τα καλοκαίρια την ωρίμασαν. Όλους τους ωρίμασαν. Δεν μπορούσε να πει αν είχε μετανιώσει για όλα αυτά που είχε περάσει και της είχαν συμβεί. Ίσως ήθελε όλα να μείνουν όπως τα είχε βρει τότε πριν 20+2 χρόνια.

Σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα παραπάνω.

Σκόρπιες σκέψεις τριγύριζαν καμιά φορά τη σκέψη της. Εικόνες από το παρελθόν έρχονταν και έφευγαν σαν κλέφτες στο μυαλό της. Από το πορτ-μπεμπέ και το κόκκινο καρότσι με τη άφαντη ομπρελίτσα, από το λάστιχο στα ξύλα και τα κρεβάτια στη σειρά, την κούφια συκιά, τα πλαστικά τραπέζια και το ατέλειωτο παιχνίδι στο ανώμαλο τσιμέντο, μέχρι την τουαλέτα, τα παιχνίδια, τις παρέες, τα ψάρια, το δίπορτο και όλα αυτές τις μικρές μα διόλου ασήμαντες στιγμές. Όλα είχαν να της δώσουν και από ένα μάθημα. Ένα μάθημα ζωής που το χρειάστηκε για τα μετέπειτα χρόνια της. Πώς έζησε πάντως κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες είναι ένα αξιόλογο ερώτημα. Ίσως επειδή δεν συνειδητοποιούσε τότε την όλη κατάσταση. Όπως και να έχει ένα είναι σίγουρο. Πως αυτό δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί ποτέ ξανά.

Και ερχόμαστε ξανά στο σήμερα και συγκεκριμένα στο τώρα. Ξαπλωμένη στο καναπέ του σαλονιού με ανοιχτό το τζάμι να με χτυπάει το κρύο αεράκι της νύχτας και να σκέφτομαι πως και αυτό το καλοκαίρι όπως το προηγούμενο θα με βρει στην Αθήνα. Η εξεταστική τελειώνει, ο Ιούλης έρχεται και η δουλειά με περιμένει. Διακοπές αβέβαιες και τυχερές αν κάτσουν, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Καμιά φορά τα καλύτερα έρχονται εκεί που δεν τα περιμένεις.

Τελειώνοντας έχω να πω μόνο πως για πρώτη φορά έγραψα χωρίς να έχω ένα συγκεκριμένο θέμα στο μυαλό μου, αλλά μόνο και μόνο επειδή το επιθυμούσα πολύ. Δεν ξέρω αν μου αρέσει να πληκτρολογώ απλά στον υπολογιστή μου ή πραγματικά νιώθω την ανάγκη να γράψω, αλλά πραγματικά όταν αρχίζω δεν θέλω να τελειώσω. Όμως, όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν και αυτά και μένει μοναχά η γεύση τους μετά, το τελευταίο μόλις το εμπνεύστηκα! Σας αφήνω προς το παρόν με μια ανάρτηση που έπρεπε να γραφεί εδώ και κάποιες μέρες όπως διαπιστώνω τελικά. Καλό σας βράδυ αγαπητοί μου =)



Σάββατο 23 Μαΐου 2009

...και η καρδιά ματώνει...



Είμαι μικρή ακόμα και κάνω λάθη που πονάνε
γιατί άραγε αυτά δεν σταματάνε;
Αναρωτιέμαι πού έφταιξα να μην ξανασυμβούν
αλλά αυτά ολοένα και καραδοκούν.

Ίσως να φταίει που είμαι ανώριμη ακόμα.
Ίσως να φταίει που επέλεξα το ίδιο «χρώμα».
Θέλω ξανά όλα να γίνουν όπως ήταν πρώτα
αλήθεια γίνονται θαύματα ακόμα;

Στεναχωριέμαι, μαραζώνω και αυτό δεν το «σηκώνω».
Προσπαθώ να ξεχαστώ, να μην το μελετώ.
Μα τα σημάδια βγαίνουνε στο σώμα μου επάνω
και εγώ τρομάζω και τείνω να το κοντρολάρω.


Αυτά και άλλα τη σκέψη μου θολώνουν
κάθε μέρα όλα αυτά με καταδιώκουν.
Η καρδιά μου ματώνει από ψυχολογική αιμορραγία
και εγώ είμαι μια άχρηστη νοσηλεύτρια.

Τα λόγια σκληρά μα έτσι μου φέρεται κι η ζωή
και άλλοι πολλοί θα συμφωνήσουν σε αυτή.
Η προσωπική δύναμη του καθενός πρέπει να «τραφεί»
να γίνει πιο ολοκληρωτική.

Δεν μου 'χει απομείνει τίποτα από αισθήματα βαθειά
όλα μοιάζουν και (μάλλον) είναι τόσο επιφανειακά.
Ο κόσμος μου άλλαξε εν τέλη ριζικά
και εγώ επιμένω να κάνω την «ξανθιά».

Και η καρδιά μου ματώνει και αιμορραγεί
μέχρι το αίμα της να πάψει να επαρκεί.
Ίσως να πάρει μήνες και χρόνια ίσως
μα θα 'ρθει η ώρα που θα δώσει τη χαριστική βολή.

Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

"Fairytale " Alexander Rybak - Norge 2009

Από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια που έχω εθιστεί να ακούω τον τελευταίο καιρό. Το βιολί έκανε και πάλι το θαύμα του! Οι στίχοι απλοί και τόσο όμορφοι!!! Η φρεσκάδα και η νιότη του τραγουδιστή δίνουν έναν άλλο αέρα στο όλο σκηνικό. Ακόμα και το style του Alexander και η χορογραφία είναι πολύ προσεγμένα. Πολύ καλή δουλειά. Από τα πιο μελωδικά τραγούδια =)

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

«Θάλασσα πάρε και εμένα»


Θάλασσα, εσύ που όλα τα παίρνεις μακριά

πάρε και εμένα μια φορά
και πήγαινέ με στ’ ανοιχτά
εκεί που ο νους όλα τα ξεχνά
για να τ’ αφήσω πίσω.


Και άφησε με εκεί να καρτερώ
τις σκέψεις μου να ξεκαθαρίσω
ώστε όταν με το καλό με φέρεις πίσω
να ξέρω ποιον να ευχαριστήσω
και να τον ευγνωμονήσω.





Μικρή η ζωή πάνω στη γη

αν καθίσεις ν’ αναλογιστείς
τίποτα δεν μένει ζωντανό μέσα σε λίγα χρόνια
όλα πεθαίνουν και γεννιούνται ξανά μέσα από την πυρά
γίνονται χώμα και νερό μέσα σε αυλάκια σιωπηλά.


Και όταν θάλασσα μου με πάρεις από εδώ
να ξέρεις χάρη θα σου το χρωστώ
γιατί αυτό που αναζητώ
μόνο εσύ μπορείς να μου το δώσεις
το ξέρω είναι δύσκολο, μα δεν θα με προδώσεις.

Τόσα χρόνια σε κοιτώ και σου μιλώ και εσύ το ίδιο κάνεις
να ξέρεις πως χωρίς εσένα εγώ δεν ζω
για αυτό και σε αναζητώ όπου και αν είμαι
και αν λέω ψέματα μάρτυς μου ο Θεός
εξάλλου αργά ή γρήγορα
θα με κρίνει και Αυτός.



Και κάπου εδώ σε χαιρετώ
ευχαριστώ που μου κράτησες συντροφιά
έστω και νοητά.
Το ξέρουμε κι οι δυο πως θα έρθω να σε βρω σε τρικυμίες και φουρτούνες
για να παλέψουμε μαζί εσύ και εγώ και πάλι στη «Σκηνή».

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

«Αλληλοβοήθεια»

Όλοι μας θέλουμε να δίνουμε τον καλύτερό μας εαυτό με αυτό που καταπιανόμαστε. Θέλουμε να συναγωνιστούμε τους υπόλοιπους και να ακούσουμε το «Μπράβο!». Τί γίνεται όμως όταν στο παιχνίδι δεν παίζεις μόνος σου; Τότε σίγουρα πρέπει να μοιραστείς την επιτυχία ή αποτυχία με τον συμπαίκτη σου, άσχετα αν νιώθεις μέσα σου ότι εσύ έχεις δουλέψει, προσπαθήσει και κοπιάσει περισσότερο για το εκάστοτε αποτέλεσμα.

Στην συνεργασία, λοιπόν έχει πολύ μεγάλη σημασία η ομαδικότητα πάνω από όλα και η συνεργασία μεταξύ των παικτών. Σίγουρα δεν βρίσκονται όλοι στο ίδιο επίπεδο δυνάμεων, αλλά σκοπός είναι η αλληλοβοήθεια. Ακόμα και ο πιο μικρός, ο πιο ταπεινός, ο φαινομενικά ασήμαντος μπορεί να προσφέρει από μεριά του, σύμφωνα και με την ιστορία της ξυλομπογιάς που είχα σε προηγούμενή μου ανάρτηση. Για αυτόν το λόγο θα πρέπει να δίνουμε έδαφος στο συμπαίκτη μας. Να τον βοηθάμε και σε καμία περίπτωση να μην τον κατακρίνουμε συνέχεια στην προσπάθειά του. Ο καθένας μας προσπαθεί να ανταπεξέλθει και να φτάσει στο επίπεδο των συναδέλφων του. Δεν είναι σωστό λοιπόν να τον έχουμε να κάθεται συνέχεια στον πάγκο. Πρέπει να τον βάζουμε και αυτόν στο παιχνίδι ώστε να μάθει να αγωνίζεται πλάι μας. Εξάλλου αν αφιερώσεις λίγο χρόνο για να μάθεις στον συνάδελφό σου κάποια πράγματα που πιθανόν εσύ γνωρίζεις καλύτερα, τότε σίγουρα θα αισθάνεσαι και πιο ασφαλής από την επίδοσή του.

Το μόνο που χρειάζεται λοιπόν είναι το πνεύμα της ομαδικότητας. Χωρίς αυτό δεν έχει νόημα να συμμετέχεις στην ομάδα. Αν πάλι προτιμάς να εμπιστεύεσαι τις δικές σου δυνάμεις μόνο, γιατί με αυτό αισθάνεσαι πιο σίγουρος, τότε απλά δεν μπαίνεις στο παιχνίδι, αλλά κάνεις παιχνίδι μόνος σου.

...η επιστροφή.


Ήταν όλα υπέροχα...
Μα πιο πολύ υπέροχο από όλα
ήταν το ξημέρωμα δίπλα στη θάλασσα... : ))